- σαρκασμοπιτυοκάμπται
- σαρκασμοπιτυοκάμπτηςsneering-pinebendermasc nom/voc plσαρκασμοπιτυοκάμπτᾱͅ , σαρκασμοπιτυοκάμπτηςsneering-pinebendermasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκασμοπιτυοκάμπτης — ὁ, Α (κωμική λ.) ο χλευαστής πιτυοκάμπτης*, αυτός που λυγίζει τα πεύκα με σαρκασμό («σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυόκαμπται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκασμός + πιτυοκάμπτης] … Dictionary of Greek